ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΟΥ ΓΡΑΜΜΑΤΙΔΗ

Η άμεση και αβίαστη απάντηση στο ερώτημα «μπορεί μια χώρα να θέσει σε κίνδυνο την ανάπτυξή της έχοντας ένα υπέρμετρο επίπεδο χρέους» είναι ότι σαφώς και ναι, ιδιαίτερα στην περίπτωση πού σωρευτικά υστερεί σε παραγωγική δυνατότητα και  η οικονομία της είναι μη ανταγωνιστική. Την θέση μου αυτή μπορώ να την αιτιολογήσω εξετάζοντας το παράδειγμα της Ελλάδας διαχρονικά και μέχρι σήμερα.

Μια απλή παρατήρηση της εξέλιξης του δημόσιου χρέους από το 2001 μέχρι και σήμερα δείχνει ότι το δημόσιο χρέος από το 2001 μέχρι και σήμερα διαμορφώνεται αυξητικά από το 100% Στο 180% του ΑΕΠ άλλοτε με αυξανόμενο κι άλλοτε με μειούμενο ΑΕΠ. Το συμπέρασμα δηλαδή από την παρατήρηση είναι ότι η πορεία του δημόσιου χρέους διαμορφώνεται δυσανάλογα με την διαμόρφωση του ΑΕΠ και ότι η χώρα δανειζόταν περισσότερο ακόμα κι όταν πετύχαινε αυξημένο ΑΕΠ.

Μια δεύτερη παρατήρηση αφορά στην εξέλιξη της ανεργίας στην Ελλάδα σε σχέση με την εξέλιξη του ΑΕΠ επίσης κατά την περίοδο 2001 – 2010. Πιο συγκεκριμένα το 2001 με ΑΕΠ 152 δις ευρώ ο μέσος όρος του ποσοστού ανεργίας ήταν 10,8% και παραμένει στην περιοχή του 9 με 10% μέχρι και το 2006, έχει μια μικρή μείωση στην περιοχή του 8% το 2007 και 2008 και σκαρφαλώνει στο 12,7% το 2010 με δραματικά αυξανόμενο ΑΕΠ από 152 δις ευρώ το 2001 στα 226 δις ευρώ το 2010. Και να σκεφθεί κανείς ότι στο ενδιάμεσο διάστημα, δηλ. στο 2008 και 2009 το ΑΕΠ ανέβηκε στην περιοχή των 240 δις ευρώ. Το συμπέρασμα δηλαδή από αυτή την παρατήρηση είναι ότι παρά την αυξητική πορεία του ΑΕΠ ο μέσος όρος της ανεργίας παραμένει σταθερά στην ίδια κατά μέσο όρο περιοχή του 10%.

Μια τρίτη παρατήρηση είναι ότι από το 2000 η συμμετοχή του κλάδου των διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών στο ΑΕΠ ήταν στην περιοχή μεταξύ 19% και 25% σήμερα, σε πλήρη, δηλαδή, αναντιστοιχία με την παραγωγική δυνατότητα της χώρας. Ας αναλογισθεί κανείς ότι η αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος προέρχεται από αυτόν τον κλάδο όπου μόνο η σταθερή αύξησή της συμμετοχής του τουλάχιστον κατά 35% θα ήταν δυνατό να εδραιώσει μια σταθερή αναπτυξιακή πορεία της οικονομίας.  Το συμπέρασμα από αυτή την παρατήρηση είναι ότι η απίσχναση του παραγωγικού ιστού της χώρας οφείλεται στο δομικό πρόβλημα της υπερίσχυσης του κλάδου των μη διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων έναντι εκείνου των διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων πού, σε συνδυασμό με την εξ αυτού του λόγου στρεβλή υπερκατανάλωση απετέλεσε μια από τις καίριες αιτίες της έξαρσης τόσο του ιδιωτικού όσου και του εξωτερικού δανεισμού.

Μια τέταρτη ειδικότερη παραδειγματική παρατήρηση είναι πάνω στην συμμετοχή του ασφαλιστικού στην αύξηση του δημόσιου χρέους της χώρας. Πιο συγκεκριμένα ο προϋπολογισμός χρειάζεται να μεταφέρει σε ετήσια βάση περίπου το 10% του ΑΕΠ για να καλύψει το κενό του ασφαλιστικού συστήματος, σε σύγκριση με τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο πού είναι 2½%. Ενός δηλαδή μοιραίου και μη βιώσιμου συστήματος όπου 2,900,000 εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα καλούνται να στηρίξουν 700,000 εργαζόμενους στον δημόσιο τομέα, 1,150,000 ανέργους και 2,700,000 συνταξιούχους, μία αναλογία δηλαδή 1 : 1,5. Το συμπέρασμα δηλαδή από αυτή την παρατήρηση είναι ότι το ασφαλιστικό μαζί με την μισθοδοσία του ευρύτερου δημόσιου τομέα είναι σήμερα πια οι βασικότεροι παράγοντες πού ευθύνονται για την θηριώδη διόγκωση του δημόσιου χρέους της χώρας.

Οι τέσσερις αυτές ανεξάρτητες αλλά απολύτως ενδεικτικές παρατηρήσεις δείχνουν ότι στην καρδιά της ελληνικής οικονομίας υπήρχε και εξακολουθεί να υπάρχει μια κακοήθης υπερπλασία, ένα βαθύ δομικό πρόβλημα πού εμποδίζει την ανάπτυξη και αυξάνει την έκθεση της χώρας στον κίνδυνο της συνέχισης της υπερχρέωσης.

Πέρα, όμως, από τις ανωτέρω διαγνωστικού τύπου παρατηρήσεις, πρέπει να λάβουμε υπόψη και όλους εκείνους τους συμπληρωματικούς παράγοντες και τις προϋποθέσεις πού θα πρέπει να συνεκτιμηθούν ώστε να απαντηθεί το ερώτημα κατά πόσο ένα βαρύ δημόσιο χρέος μπορεί και να μην αποτελεί εμπόδιο στην ανάπτυξη.

Οι παράγοντες αυτοί περιλαμβάνουν την οργανωτική μορφή του κράτους πού θα πρέπει να είναι μικρότερο και πιο ευέλικτο, αλλά και το ρόλο του  στην οικονομία (πού σήμερα συνθέτει το 60% περίπου του ΑΕΠ), την επιχειρηματικότητα πού θα πρέπει να είναι ελεύθερη μέσα την άρση κάθε εμποδίου στη λειτουργία της πραγματικής οικονομίας, την δικαιοσύνη πού θα πρέπει να απονέμεται ταχύτερα, την ορθολογική και αυτοδύναμη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, την επιχειρηματική εξωστρέφεια, την αποτελεσματική παιδεία, την ευελιξία του εργατικού δυναμικού, την βιώσιμη περιβαλλοντική διαχείριση, την διαχείριση του τουρισμού σε συνδιασμό με την ανάδειξη των πολιτιστικών δυνατοτήτων της χώρας, τη ναυτιλία και τον πρωτογενή τομέα πού αντιστοιχεί σήμερα στο 3,8% του ΑΕΠ ενώ θα έπρεπε να αποτελεί μαζί με τον πολιτισμό και τον τουρισμό τους βασικούς άξονες ανάπτυξης της Ελληνικής οικονομίας και, τέλος, την ουσιαστική κι εύρυθμη  λειτουργία των θεσμών. Όλοι αυτοί οι παράγοντες αποτελούν παράλληλα και τους θεμελιώδεις άξονες της οικονομίας.

Περαιτέρω, οι προϋποθέσεις για τον επαναπροσδιορισμό του ρόλου αυτών των αξόνων πρέπει να περιλαμβάνουν την εκ βάθρων αναδιάρθρωσή τους και την ουσιαστική αναπτυξιακή τους συμπεριφορά, μια μακρά σειρά διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων σχεδιασμένων με ορθολογισμό, καινοτόμες προσεγγίσεις, τόλμη, σεβασμό σε κεκτημένα δικαιώματα, προσήλωση στον κανόνα μέτρησης κόστους/ωφέλειας, αποτελεσματική και συνεχή επικοινωνιακή διαχείριση και απαλλαγή από το άγχος του πολιτικού κόστους. Η μεταρρυθμιστική αυτή διαδικασία θα ενισχύσει αφάνταστα την ανταγωνιστικότητα της Ελληνικής οικονομίας. Να περιλαμβάνουν ακόμα δραστικά μέτρα σόκ για την ανάταξη του παραγωγικού ιστού της χώρας και της εν γένει πραγματικής οικονομίας ανάμεσα στα οποία, άρση των capital controls, φορολογικούς συντελεστές, αναπτυξιακά κίνητρα, δραματική αύξηση του κονδυλίου του ΠΔΕ για την χρηματοδότηση κυρίως έργων υποδομών μέσα από νέο «καλό δανεισμό» και με σκοπό να δημιουργηθούν χιλιάδες θέσεις εργασίας και να κινητοποιηθεί ο ιδιωτικός τομέας ώστε να αναλάβει πια αυτός την αναπτυξιακή πρωτοβουλία, ραγδαίες και μαζικές ιδιωτικοποιήσεις, σταθερότητα του φορολογικού συστήματος κ.α. Να περιλαμβάνουν, τέλος, την ριζική αναθεώρηση και τον εκσυγχρονισμό του Ελληνικού Συντάγματος ώστε αυτό να υπηρετεί αποτελεσματικά και ουσιαστικά τόσο το συμφέρον των πολιτών όσο και το ευρύτερο εθνικό συμφέρον.

Οι προϋποθέσεις αυτές, σήμερα, απαιτείται να συνυπάρχουν σε ένα συνεκτικό κι σχέδιο ανάταξης της Ελληνικής οικονομίας πού θα συμπεριλαμβάνει ακόμα προτάσεις κι εργαλεία δημοσιονομικού εξορθολογισμού. Είναι ακριβώς αυτό το σχέδιο πού θα πρέπει να αποτελέσει και τη βάση επαναδιαπραγμάτευσης του 3ου Μνημονίου ώστε από βαθειά υφεσιακό πού έχει καταλήξει εκ των συνθηκών να είναι σήμερα, να το μετατρέψει σε έντονα αναπτυξιακό με μετακίνηση της βάσης συζήτησης από τα αριθμητικά στα δημιουργικά ισοδύναμα πού θα διευρύνουν σε μέγιστο βαθμό την φορολογική βάση. Στα πλαίσια αυτής επαναδιαπραγμάτευσης είναι αναγκαίο να προηγηθεί παντός άλλου η συζήτηση για την αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους. Σαν αναδιάρθρωση εννοώ την επιμήκυνση των λήξεων για τουλάχιστον 50 χρόνια και την παροχή περιόδου χάρητος 10ετούς διάρκειας για την εξυπηρέτησή του με κλειδωμένο μηδενικό επιτόκιο και χωρίς καμιά περαιτέρω επιβάρυνση. Την σημασία αυτής της αναδιάρθρωσης σαν μέτρου πρώτης προτεραιότητας μπορεί κανείς να αντιληφθεί αν σκεφθεί ότι η Ελλάδα είναι σήμερα συμβατικά υποχρεωμένη ξεκινώντας από εφέτος και για οκτώ χρόνια να καταβάλλει τόκους ύψους 51δίς ευρώ, δηλαδή τόκους περίπου 5 δις ευρώ ετησίως με εξαίρεση το 2022 όπου καλείται να καταβάλλει τόκους 18 δις ευρώ. Πώς μπορεί μια οικονομία σε διαρθρωτική κατάρρευση και μία χώρα με την πραγματική οικονομία, από όπου χρηματοδοτείται η λειτουργία του κράτους, στη μονάδα εντατικής θεραπείας, να περάσει σε φάση πραγματικής ανάπτυξης υπό το άγχος αυτής της εξυπηρέτησης, των συνεχών αξιολογήσεων πού μετατρέπουν υπουργούς σε αυτόκλητους λογιστές και διαχειριστές της παράδοσης της εθνικής μας κυριαρχίας; Και λέω πραγματικής ανάπτυξης για να αποστασιοποιηθώ από όλους εκείνους πού ονόμαζαν και ορισμένοι εξακολουθούν να ονομάζουν την ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ ανάπτυξη. Η αύξηση της κατανάλωσης μόνη της δεν αποτελεί ουσιαστική, δηλαδή διαρθρωτική ανάπτυξη, όπως επίσης μόνη η αύξηση των δημοσίων επενδύσεων ή των ιδιωτικών επενδύσεων ή των εξαγωγών δεν είναι ουσιαστική, δηλαδή διαρθρωτική ανάπτυξη. Είναι η συνεκτική και διασυνδετική αύξηση όλων αυτών των παραγόντων πού συνθέτουν την ουσιαστική ανάπτυξη της οικονομίας. Αυτή η διαπίστωση καταδεικνύει την ανάγκη της διαρθρωτικής ανόρθωσης της ελληνικής οικονομίας πού δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί σε χρονική διάρκεια μικρότερη της δεκαπενταετίας υπό την απαραίτητη προϋπόθεση της συνέπειας στο σχέδιο επίτευξής της.

Μια τέτοια επαναδιαπραγμάτευση προϋποθέτει τέλος ευθύνη απέναντι στους πολίτες και στην ιστορία, αξιοπιστία, σύστημα και δυναμική θεώρηση της διαδικασίας ανάταξης. Προϋποθέτει ακόμα πνεύμα οικοδόμησης εμπιστοσύνης ανάμεσα στην πολιτική ηγεσία της Ελλάδας και των διεθνών δανειστών της. Προϋποθέτει, τέλος, επίδειξη ηγεσίας και αποφασιστικό μήνυμα σεβασμού των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας. ‘Όλα αυτά μπορούν μόνο να βασίζονται στην απόφαση του πολιτικού προσωπικού της χώρας να αρθεί στο ύψος των τραγικών για την χώρα περιστάσεων κάνοντας την εθνική συνεννόηση πράξη και παρατάσσοντας το σύνολο του εθνικού μας δυναμικού απέναντι στους διεθνείς μας δανειστές.

Μόνον κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις μπορεί η Ελλάδα να ξεφύγει από την βαθειά της ύφεση και να επιτύχει μεσο-μακροπρόθεσμα την ανάπτυξη παρά την βαριά της υπερχρέωση, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι οι μεγάλοι γεωπολιτικοί κίνδυνοι και το προσφυγικό/μεταναστευτικό δεν θα αποτελέσουν ανασχετικούς παράγοντες σε αυτήν την διαδικασία.