Του Τάσου Ι. Αβραντίνη*

Διαβάζουμε στη «Ναυτεμπορική» (25.5.2017) ότι στο πρώτο πεντάμηνο του 2017, όπως άλλωστε συνέβη και τα προηγούμενα χρόνια, στη συντριπτική τους πλειονότητα εργαζόμενοι και εργοδότες προτίμησαν να συνάψουν επιχειρησιακές συμβάσεις αντί για κλαδικές ή ομοιοεπαγγελματικές. Πιο συγκεκριμένα το 2017 υπογράφηκαν 127 επιχειρησιακές συμβάσεις, έναντι 9 κλαδικών και 4 ομοιοεπαγγελματικών.

H επιλογή των άμεσα ενδιαφερομένων είναι απολύτως ορθολογική και συμφέρουσα για τους ίδιους. Οι επιχειρησιακές συμβάσεις σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία και τις σχετικές με το θέμα μελέτες του ΟΟΣΑ (σε περισσότερες από 30 χώρες), έχουν θετικές επιπτώσεις στη ζωή μιας επιχείρησης και της οικονομίας καθώς βελτιώνουν την ικανότητα της επιχείρησης να διακρίνει, να ανταποκρίνεται και να επωφελείται από τις αλλαγές που συμβαίνουν στην αγορά, να προσαρμόζεται ταχύτερα σ’ αυτές, ενώ αυξάνουν τις δυνατότητες των επιχειρήσεων για καινοτομία και δημιουργικότητα. Ειδικότερα οι επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας:

  1. Βελτιώνουν τη λειτουργική ευελιξία της επιχείρησης, δηλαδή την προσαρμογή της οργάνωσης της επιχείρησης στις ανάγκες της παραγωγής.
  2. Διευκολύνουν την αριθμητική ευελιξία της επιχείρησης, δηλαδή μεταξύ άλλων την προσαρμογή του χρόνου εργασίας ανάλογα με τη ζήτηση των αγαθών ή υπηρεσιών που αυτή παράγει.
  3. Επιτρέπουν την ευελιξία των αμοιβών εργασίας, την συσχέτιση δηλαδή των αποδοχών με τα αποτελέσματα της επιχείρησης, την οικονομική συγκυρία, τις μεταβολές της παραγωγικότητας, την απόδοση των εργαζομένων κ.ο.κ.
  4. Καθιστούν τις επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζονται πιο ανταγωνιστικές, πιο ανθεκτικές στις εξωτερικές αρνητικές επιδράσεις.
  5. Ενώ αυξάνοντας τις διαθέσιμες θέσεις εργασίας βοηθούν στη μείωση της ανεργίας.
  6. Τέλος, σε αντίθεση με τους ελληνικούς συνδικαλιστικούς ή ιδεολογικούς μύθους οι επιχειρησιακές συμβάσεις βοηθούν στην οργάνωση των εργαζομένων στα πλαίσια της επιχείρησης που εργάζονται και όχι στην αποοργάνωσή τους (σε ατομικές συμβάσεις), καθώς προϋποθέτουν την ύπαρξη και λειτουργία επιχειρησιακού σωματείου.

Η ελληνική νομοθεσία μάλιστα προέβλεπε τη σύναψη επιχειρησιακών συμβάσεων με νόμο που ψήφισαν από κοινού ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου την εποχή της κυβέρνησης Ζολώτα (ν. 1876/1990). Το συνδικαλιστικό κατεστημένο της εποχής όμως σε αγαστή συνεργασία και συνεννόηση με το πολιτικό κατεστημένο υπονόμευσαν την εφαρμογή του μέτρου, κυρίως με τη νομοθετική θέσπιση της υπεροχής των κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών συμβάσεων έναντι των επιχειρησιακών. Έτσι υπό την προστατευτική ομπρέλα της εργατικής νομοθεσίας τα πανίσχυρα συνδικάτα εμπόδισαν την «ενηλικίωση» του συνδικαλιστικού κινήματος και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων σε μια χρονική περίοδο που η ελληνική οικονομία είχε ανάγκη και τα δύο για να ανακτήσει τμήμα της χαμένης ανταγωνιστικότητάς της.

Παρά την εύκολη ρητορική υπέρ των εργαζομένων και την ανάγκη δήθεν για προστασία τους οι συνδικαλιστικές ηγεσίες λειτούργησαν εις βάρος των εργαζομένων και υπέρ των προνομίων τους. Πολλές επιχειρήσεις έκλεισαν γιατί δεν μπορούσαν να προσαρμόσουν το μισθολογικό κόστος τους στις τρέχουσες οικονομικές δυνατότητές τους παρά το γεγονός ότι οι εργαζόμενοί τους ήταν διατεθειμένοι να συμφωνήσουν σε αναπροσαρμογή των αποδοχών τους. Είναι αλήθεια ότι η υπερφίαλη φιλεργατική ρητορεία «έπιανε» πάντοτε σε συνθήκες απόλυτης ιδεολογικής κυριαρχίας της αριστεράς αδιαφορώντας για την αύξηση της ανεργίας.

Η βαθύτερη αιτία των αντιδράσεων ωστόσο είναι άλλη και αποδεικνύεται εξ αντιδιαστολής από την σχεδόν καθολική επιτυχία των επιχειρησιακών συμβάσεων την τελευταία επταετία. Με την ανεξαρτητοποίηση των επιχειρησιακών συμβάσεων, ο συνδικαλισμός αποκεντρώνεται, ο έλεγχος των επιχειρησιακών σωματείων ανήκει πλέον στους ίδιους του εργαζομένους μιας επιχείρησης οι οποίοι είναι οι μόνοι που δικαιούνται να αποφασίζουν για τη ζωή τους χωρίς εξωτερική πατρωνία.

Έτσι η επιτροπεία των εργαζομένων από επαγγελματίες συνδικαλιστές που δεν γνωρίζουν καταργείται, ο έλεγχος του εργασιακού τους μέλλοντος φεύγει από τα χέρια των κομματικών συνδικαλιστών και επιστρέφει σ’ αυτούς. Οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζονται ως δικαιοπρακτικά ικανοί ενήλικοι που δεν χρήζουν κάποιας ειδικής συμπαράστασης από κάποιους που ξέρουν το «καλό τους» και μπορούν συλλογικά να οργανώνονται και να διαπραγματεύονται για τα θέματα που αφορούν την εργασία τους. Η συνολική επιρροή των κομματικών-πελατειακών συνδικαλιστικών δικτύων υποχωρεί υπέρ του συμφέροντος των πραγματικών εργαζομένων καθώς και το παραδοσιακό αφήγημα των συνδικάτων, ότι η επιχείρηση είναι τάχα χώρος ταξικών συγκρούσεων.

Χρειάστηκε να περάσουν είκοσι χρόνια, να χρεοκοπήσει η χώρα και υπό το βάρος της οικονομικής ανάγκης και των πιέσεων των εταίρων μας οι επιχειρησιακές συμβάσεις να αποκτήσουν αυτοτέλεια έναντι των άλλων μορφών συλλογικών συμβάσεων, όπως συμβαίνει άλλωστε παντού στον προηγμένο κόσμο (με τον νόμο 3854/2010). Δυστυχώς κανείς δεν μπήκε στον κόπο να μετρήσει πόσες επιχειρήσεις – οριακοί παραγωγοί, τη δύσκολη αυτή περίοδο της οικονομικής κρίσης, δεν έκλεισαν και πόσοι εργαζόμενοι δεν έχασαν τη δουλειά τους χάρη στις επιχειρησιακές συμβάσεις. Χωρίς αυτές η ανεργία θα ήταν πολύ υψηλότερη και η ύφεση της ελληνικής οικονομίας μεγαλύτερη.

Εντούτοις, παρά την επιτυχία των επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων η αριστερή κυβέρνηση υπόσχεται ότι ο πραγματικός εργασιακός μεσαίωνας της επιτροπείας των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα από τα συνδικάτα θα επανέλθει με τη λήξη του τρέχοντος Προγράμματος τον Αύγουστο του 2018.

Ελπίζω ότι το καταστροφικό αυτό σενάριο για την οικονομία μας, πραγματικός εφιάλτης για την αληθινή χειραφέτηση των εργαζομένων και την οικονομική ελευθερία, δεν θα επαληθευτεί.

* Ο κ. Τάσος Ι. Αβραντίνης είναι αντιπρόεδρος της Δράσης.