Η εκπαίδευσή μου σαν οικονομολόγο με έχει βοηθήσει – έτσι πιστεύω – να καταλαβαίνω και μάλιστα να εξηγώ πως λειτουργεί – βέβαια κάτω από συνθήκες δημοκρατικού πολιτικού καθεστώτος – το σύστημα της λεγόμενης Ελεύθερης Οικονομίας των Αγορών ή – κατά τους Μαρξιστές – το λεγόμενο Καπιταλιστικό σύστημα.

Αυτά όμως που δεν καταλαβαίνω σαν Έλληνας του εξωτερικού – με λίγες εξαιρέσεις – είναι πολλά από τα λεγόμενα και γραφόμενα στην Ελλάδα σχετικά με τη παρουσίαση, τη διαμόρφωση, τη λειτουργία και τα αναμενόμενα αποτελέσματα αυτού του καπιταλιστικού φιλελεύθερου οικονομικού συστήματος.

Και εδώ δεν αναφέρομαι γενικά στις γνώσεις, στον τρόπο της σκέψης και στις προσδοκίες των περισσοτέρων Ελλήνων πολιτών και ψηφοφόρων. Γι’ αυτούς ίσως να ισχύει αυτό που λέγεται ότι είπε κάποτε ο Winston Churchill για τους λεγόμενους δημοκράτες πολίτες: «Το καλύτερο επιχείρημα εναντίον του συστήματος της Δημοκρατίας είναι αυτό που διαπιστώνεις μετά από μία πεντάλεπτη συζήτηση με το μέσο δημοκρατικό ψηφοφόρο: (δηλαδή) παντού και πάντα υπάρχει άγνοια«.

Ούτε θέλω να αναφερθώ στις για μένα ακαταλαβίστικες σκέψεις και θέσεις Ελλήνων Μαρξιστών και αυτών του κάθε είδους αυτοαποκαλούμενων Ελλήνων Σοσιαλιστών, οι οποίοι λίγο ή πολύ επί δεκαετίες ακατάπαυστα μας προειδοποιούν για την επικείμενη αυτοκαταστροφή αυτού του – γι’ αυτούς – απάνθρωπου φιλελεύθερου οικονομικού συστήματος, που επιτρέπει στον άνθρωπο εκατοντάδες χρόνια τώρα να εκμεταλλεύεται ασύστολα τον συνάνθρωπό του.

Αυτά όμως – και πιστεύω πως δικαιολογημένα δεν καταλαβαίνω – είναι αυτά που λέγονται και γράφονται στα μέσα ενημέρωσης από δημοσιογράφους αλλά και από πολλούς συμπατριώτες μου επιστήμονες και άλλους, υποτίθεται ειδικούς στο θέμα αυτό, οι οποίοι θεωρούνται – τουλάχιστον από τα λεγόμενά τους και γραφόμενά τους – ενθουσιώδεις ευρωπαϊστές και θιασώτες του δημοκρατικού πολιτικού και φιλελεύθερου κοινωνικοοικονομικού ευρωπαϊκού συστήματος, όπως αυτό έχει προσδιοριστεί, διαμορφωθεί και οφείλει να ισχύει σε όλες τις Χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), τουλάχιστον μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ.

Σε αυτές τις πολιτικά δημοκρατικά οργανωμένες κοινωνίες με οικονομικά συστήματα της ελεύθερης αγοράς με κοινωνική ευαισθησία, οι γενικοί στόχοι της πολιτικής και ειδικότερα της οικονομικής πολιτικής προέρχονται από υποκειμενικές αξιολογήσεις, που συνήθως είναι φυσικές (έμφυτες) ή/και πολιτισμικές ιδιαιτερότητες της Ευρώπης, οι οποίες όμως είναι από την κοινωνία γενικά και θεληματικά αποδεκτές αξίες.

Στα πλαίσια λοιπόν του ευρωπαϊκού πολιτισμού οι γενικοί αυτοί στόχοι (αξίες) είναι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η ατομική ελευθερία, η δικαιοσύνη, η κοινωνική ασφάλεια, η οικονομική πρόοδος, η ευημερία κ.α.

Δεν θα έπρεπε λοιπόν οι συμπατριώτες μου, και ειδικά αυτοί οι ειδήμονες, να γνωρίζουν ότι η Συνθήκη του Μάαστριχτ προϋποθέτει και απαιτεί από όλες τις Χώρες μέλη της ΕΕ να επιδιώκουν την υλοποίηση αυτών των στόχων, οι οποίοι βασίζονται όπως αναφέρθηκε:

πρώτον σε ένα δημοκρατικό πολιτικό σύστημα, το οποίο εκφράζεται από ένα Κράτος δικαίου χωρίς διαφθορά, διαπλοκή και νεποτισμό, που θα εγγυάται τις αναφερόμενες αξίες και

δεύτερον θα εγγυάται και ένα ελεύθερο οικονομικό σύστημα το οποίο θα λειτουργεί πρωτίστως με τους κανόνες των ελεύθερων αγορών;

Δεν θα έπρεπε επίσης να γνωρίζουν οι συμπατριώτες μου ότι μία ικανοποιητική λειτουργία του συστήματος αυτού προϋποθέτει θεσμούς, οι οποίοι υποχρεωτικά θα δημιουργούνται, θα υλοποιούνται και θα εποπτεύονται από το Κράτος δικαίου ώστε τα αποτελέσματα όπως:

πρώτον η παραγωγή και η προσφορά όλων των υλικών αγαθών και υπηρεσιών θα είναι στα πλαίσια του συστήματος αυτού πρωτίστως αποτέλεσμα της διαμόρφωσης των τιμών στις αγορές τους,

δεύτερον η ζήτηση και η προσφορά εργασίας (απασχόληση) θα είναι πρωτίστως αποτέλεσμα της εξέλιξης της παραγωγικότητας των εργαζομένων και της εξ αυτής προερχόμενη διαμόρφωσης των μισθών τους,

τρίτον η χρηματοδότηση της παραγωγικής διαδικασίας, δηλαδή η παραγωγή και η προσφορά χρήματος, θα είναι αποτέλεσμα

(α) της ομαλής λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος (με Κεντρική Τράπεζα και ιδιωτικές εμπορικές τράπεζες),

(β) της διαμόρφωσης των επιτοκίων στις χρηματαγορές καθώς και των αξιολογήσεων και προσδοκιών των καταθετών στις τράπεζες και

τέταρτον η δανειοδότηση προσώπων, επιχειρήσεων και κρατών γίνεται κατόπιν αξιολόγησης της πιστοληπτικής τους φερεγγυότητας στις χρηματαγορές;  

Δεν θα έπρεπε επίσης να γνωρίζουν ότι μία τέτοια ομαλή λειτουργία του συστήματος της Ελεύθερης Αγοράς, που θα εξασφαλίζει όσον το δυνατόν μεγαλύτερη παραγωγή αγαθών και μία όσον το δυνατόν μεγαλύτερη κοινωνικά αποδεκτή κατανομή τους, θα πρέπει να την εγγυάται και να την εξασφαλίζει το δημοκρατικό Κράτος δικαίου με τη δημιουργία και προστασία βασικών θεσμών όπως:

–       την αρχή του Ανταγωνισμού, δηλαδή την απαγόρευση καθεστώτων μονοπωλιακών και ολιγοπωλιακών σχέσεων στις αγορές των αγαθών, στις αγορές εργασίας και στις αγορές χρήματος,

–       την αρχή προστασίας της Ατομικής Ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής,

–       την αρχή δημιουργίας και προστασίας ενός σταθερού Νομισματικού Συστήματος,

–       την αρχή της εγγύησης των Ανοικτών Αγορών στη προσφορά και στη ζήτηση όλων των αγαθών,

–       την αρχή της Ελευθερίας των Συμβάσεων,

–       την αρχή της Υπευθυνότητας, δηλαδή της προσωπικής Ευθύνης των διαχειριστών της παραγωγικής διαδικασίας,

–       την αρχή της μακροπρόθεσμης Σταθερότητας της Οικονομικής Πολιτικής,

–       την αρχή της κρατικής προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος και άλλες;

Επάνω στις θεμελιώδης αυτές αρχές βασίζονται τα πολιτικά και οικονομικά συστήματα των περισσότερων βόρειων χωρών της ΕΕ, οι οποίες δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για άριστες οικονομικές επιδόσεις. Αυτές τους έδωσαν τη δυνατότητα να μπορούν να χρηματοδοτούν αξιοζήλευτα κοινωνικά συστήματα προς όφελος ειδικά όλων των εργαζομένων και γενικά όλων των πολιτών. Έτσι κατορθώνεται να γίνεται τελικά το πολιτικό και κοινωνικοοικονομικό τους αυτό σύστημα πολιτικά και κοινωνικά από τους λαούς τους αποδεκτό.

Η Ελλάδα, παρόλο που τυπικά υποχρεούται σαν μέλος της ΕΕ να έχει εφαρμόσει και αυτή αυτό το σύστημα, για να έχει λίγο ή πολύ τις ίδιες επιδώσεις που έχουν οι βόρειοι Ευρωπαίοι, δυστυχώς δεν το κατόρθωσε μέχρι σήμερα. Και αυτό διότι μάλλον δεν το θέλει. Το τελευταίο συμπέρασμα μπορεί να το βγάλει κανείς από δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα που κλείνοντας θέλω να αναφέρω σαν απόδειξη γιατί δεν μπορεί να βοηθηθεί η Ελλάδα.

Ο οργανισμός έρευνας και ανάλυσης (διαΝΕΟσις) δημοσίευσε το Μάη του τρέχοντος έτους άρθρο με τον τίτλο: 31 πράγματαπου πρέπει να διεκδικήσει η Ελλάδα στην Ευρώπη. Οι συγγραφείς της μελέτης αυτής, που θέλω να πιστεύω πως είναι θιασώτες του ευρωπαϊκού συστήματος, που εν συντομία ανωτέρω περιέγραψα, μιλούν για διεκδικήσεις της Ελλάδας από τις επιδόσεις των άλλων Ευρωπαίων, λες και αυτές θα σώσουν την Ελλάδα. Ούτε καν συζητούν ποιες συστημικές και διαρθρωτικές ελλείψεις έχει το πολιτικό και κοινωνικοοικονομικό σύστημα της Ελλάδας, που μας έχουν οδηγήσει σε αυτή τη κρίση. Με άλλα λόγια μας διακρίνει μία νοοτροπία του επαίτη, αφού συνεχώς ψάχνουμε να βρούμε δυνατότητες πως να πάρουμε από αυτά που δημιουργούν οι άλλοι, χωρίς να θέλουμε και εμείς οι ίδιοι να δημιουργήσουμε κάτι ανάλογο.

Ένα άλλο παράδειγμα που επιβεβαιώνει και αυτό τη νοοτροπία μας, είναι τα προσφάτως γραφόμενα από ένα φιλελεύθερο δημοσιογράφο σε φιλελεύθερη εφημερίδα. Ενώ αναγνωρίζει τις συστημικές ελλείψεις μας στα πλαίσια του πολιτικού και του οικονομικοκοινωνικού μας συστήματος και θέλει τις ανάλογες και αναγκαίες μεταρρυθμίσεις αλλά όχι όμως, όπως αφήνει να εννοηθεί, να διακινδυνεύσουμε να γίνουμε και εμείς στην νοοτροπία βόρειοι Ευρωπαίοι!!

Στη συνέχεια θέλω να κλείσω και να σχολιάσω λίγα από τα γραφόμενά του. Γράφει λοιπόν:

«Ας υποθέσουμε ότι στην Ελλάδα εκλέγεται ένας ηγέτης ο οποίος είναι διατεθειμένος να περάσει άμεσα ένα πακέτο μεγάλων μεταρρυθμίσεων… Θα του έδιναν ως αντάλλαγμα οι Ευρωπαίοι μια συμφωνία που θα μείωνε τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος από το 3,5% σε κάτι λογικό«;

Και εδώ τον διακόπτω και τον ερωτώ: γιατί αντάλλαγμα από τους Ευρωπαίους και όχι επιδόσεις ως αντάλλαγμα που θα προέρχονταν από τις μεταρρυθμίσεις μας; Και τι σημαίνει λογικό πλεόνασμα, αν όχι αυτό που θα μπορούσε να εισπράξει το κράτος μας από μία διαρθρωτικά καλά δομημένη και έτσι αποδοτική οικονομία του; Και συνεχίζει:

«Έθεσα ακριβώς αυτό το ερώτημα πριν από λίγο καιρό σε έναν κορυφαίο Ευρωπαίο αξιωματούχο, ο οποίος συνήθως γνωρίζει πώς σκέπτονται στα κέντρα αποφάσεων. Η απάντηση δεν ήταν ενθαρρυντική. Άκουσα κατ’ αρχήν το γνωστό βορειοευρωπαϊκό «μάθημα» για το ότι η Ελλάδα δεν έχει αποκτήσει την απαιτούμενη φερεγγυότητα έτσι ώστε να μπορέσει να διεκδικήσει κάτι πολύ φιλόδοξο.

Οι Γερμανοί, οι Ολλανδοί κ.ά. θεωρούν ότι, μόλις χαμηλώσει ο στόχος για τα πλεονάσματα, θα αρχίσουν οι παροχές και το πολιτικό προσωπικό θα επιστρέψει στις παλιές του συνήθειες. Δεν τους αδικώ εν μέρει, (γιατί εν μέρει;) γιατί αλήθεια είναι ότι το φαύλο DNA του πολιτικού μας συστήματος δύσκολα ξεριζώνεται. Η λογική τους λέει (η δική μας όχι;), ότι θα πρέπει να δοκιμασθεί μια νέα κυβέρνηση, να αποδείξει ότι εννοεί όσα ψήφισε για περισσότερες μεταρρυθμίσεις και μετά να αρχίσει μια συζήτηση…

Όπως έχουμε μάθει όλα αυτά τα χρόνια της κρίσης, οι βόρειοι εταίροι μας δεν τα πάνε καλά με τα «καρότα». Ούτε συνειδητοποιούν πως ο ζουρλομανδύας των υψηλών πλεονασμάτων λειτουργεί ανασταλτικά για την οικονομία και προκαλεί έναν αέναο φαύλο κύκλο κακής ψυχολογίας στη χώρα.»

Και εδώ ξανά ερωτώ: αν είναι η κατάσταση στην Ελλάδα έτσι όπως την περιγράφει τότε, γιατί δεν τα πάνε καλά οι βόρειοι Ευρωπαίοι με τα «καρότα»; Ο αναφερόμενος ζουρλομανδύας των υψηλών πλεονασμάτων δεν είναι αποτέλεσμα της κατάστασης που περιγράφει; Τότε γιατί ενοχοποιεί τους βόρειους Ευρωπαίους; Με μία τέτοια νοοτροπία δυστυχώς – ακόμη και στους υγειά σκεπτόμενους – δεν θα βρεθεί γρήγορα λύση για την πατρίδα μας.