Στάλινγκραντ 1942.

    Οι Γερμανοί πολιορκητές έχουν μετατραπεί σε πολιορκημένους.
Η σοβιετική αντεπίθεση κατατρόπωσε την 6η Γερμανική Στρατιά και οι Γερμανοί είναι εγκλωβισμένοι στο Στάλινγκραντ.
Ο καιρός περνά και οι στρατιώτες εξαντλούνται απ’ την πείνα. Όσοι δεν πεθαίνουν από αδυναμία, ή από αρρώστιες, θερίζονται από Ρώσους ελεύθερους σκοπευτές.
Την ημέρα των Χριστουγέννων του 1942, ο στρατηγός Πάουλους, ο διοικητής της στρατιάς, μοιράζεται το συσσίτιό του με τους άνδρες του.
Είναι εξαιρετικά λιτό: μπιζελόσουπα και λίγο κρέας απ’ τα ελάχιστα εναπομείναντα άλογα του στρατού.
Ο Χίτλερ στέλνει ένα γιορτινό μήνυμα, στο οποίο υπόσχεται να στείλει βοήθεια στους στρατιώτες και ότι σύντομα θα απεγκλωβιστούν απ’ το Στάλινγκραντ.

Μέσα στη μέρα, πετάνε τα τελευταία γερμανικά αεροπλάνα πάνω απ’ το Στάλινγκραντ και ρίχνουν μερικά κασόνια. Οι σκελετωμένοι Γερμανοί στρατιώτες, τρέχουν να τα ανοίξουν.
Πίστευαν ότι περιείχαν τρόφιμα. Τα ανοίγουν και βλέπουν ότι τα κασόνια δεν ήταν γεμάτα με εφόδια, αλλά με χιλιάδες σιδηρούς σταυρούς.
Ήταν μία συμβολική κίνηση του Χίτλερ, για να τιμήσει τις ηρωικές προσπάθειες των στρατιωτών του και να τους εμψυχώσει.
Ο σιδηρούς σταυρός ήταν η υψηλότερη στρατιωτική τιμή, που μπορούσε να δοθεί στους άνδρες.

Απλά ήταν στον κόσμο του. Ουσιαστικά καταδίκαζε τους στρατιώτες σε θάνατο απ’ την πείνα.

Τα γράμματα των στρατιωτών, που πέθαναν στο Στάλινγκραντ, συγκλονίζουν.

Είναι απ’ τις ελάχιστες φορές, που οι Γερμανοί στρατιώτες μίλησαν χωρίς λογοκρισία και έγραψαν ότι πραγματικά πίστευαν για τον πόλεμο.

Ένα από αυτά λέει τα εξής: «Είσαι σύζυγος Γερμανού αξιωματικού. Γι’ αυτό θα δεχτείς, αυτό που θα σου πω, όρθια και ατρόμητη, όπως ήσουν την ημέρα που με αποχαιρέτησες στο τρένο. (…) Σήμερα έχω πολλά να πω, αλλά θα τα κρατήσω για μετά, δηλαδή έξι βδομάδες, αν όλα πάνε καλά, ή εκατό χρόνια, αν δεν πάνε. (…)Όταν ήμασταν μαζί, ήμασταν άντρας και γυναίκα και ο πόλεμος ήταν ένα άσχημο συνοδευτικό της ζωής μας. (…)Μη νιώθεις πίκρα και μη στενοχωριέσαι που θα λείπω. Δεν είμαι δειλός, μόνο λυπημένος, που δεν μπορώ να αποδείξω το θάρρος μου, παρά μόνο σε αυτό τον άχρηστο και εγκληματικό πόλεμο. (…)

Μη με ξεχάσεις πολύ γρήγορα».

 

Οι Γερμανοί έχαναν και το αντιλαμβάνονταν.

Είχαν, όμως, ήδη διαπράξει, στην τότε Σοβιετική Ένωση, μια από τις μεγαλύτερες σφαγές του πολέμου.
Τα Χριστούγεννα του ’42 είχαν αρχίσει να πληρώνουν και το τίμημα.