Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ  Χ. ΠΑΠΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΥ
Απίθανες γραφειοκρατικές διαδικασίες, όπως αποκαλύπτει η διαΝΕΟσις, σκοπόν έχουν να εδραιώνουν ένα απαράδεκτο και αναποτελεσματικό σύστημα διαπλοκής που μόνον έτσι αυτοεξυπηρετείται!

Το ελληνικό κράτος είναι βαρύτατα άρρωστο. Η ασθένειά του δεν είναι βεβαίως καινούργια. Κατά πολλούς, ανάγεται στην εποχή του Κωλέτη. Ως φαίνεται, όμως, η ασθένεια αυτή επιδεινώθηκε από την είσοδό μας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και μετά, λόγω των γενναιόδωρων ευρωεπιδοτήσεων και των μηχανισμών διαπλοκής που αυτές δημιούργησαν.

Έτσι, αντί να μάθουμε να κολυμπάμε στην Ευρώπη, προετοιμάσαμε την καταβύθισή μας –όχι χωρίς να έχουν στο μεταξύ προκύψει στην χώρα απαράδεκτοι μηχανισμοί διαφθοράς και υπερβάσεων ενός αδιόρθωτου πλέον πελατειακού πολιτικού συστήματος. Παρόλα αυτά, η Ευρωπαϊκή Ένωση και συνεχίζει να δανείζει το ελληνικό Δημόσιο, και ενισχύει μία προσπάθεια ανάπτυξης, η οποία μονίμως παραπαίει.

Στο πλαίσιο αυτό, μία πολύ ενδιαφέρουσα έρευνα με τίτλο «ΕΣΠΑ: μία περίεργη, πολύτιμη, πολύπλευρη ιστορία» υπογράφει ο κ. Ηλίας Νικολαΐδης στον ιστότοπο dianeosis.org, που είναι αυτός του ερευνητικού οργανισμού που ίδρυσε ο επιχειρηματίας κ. Δημήτρης Δασκαλόπουλος.

Τί γίνονται, λοιπόν, τα χρήματα που μπαίνουν στην ελληνική οικονομία από τα ευρωπαϊκά προγράμματα χρηματοδότησης; Ποιοι τα παίρνουν; Με ποιους τρόπους; Αυτά και άλλα πολλά εξετάζει η έρευνα του Ηλ. Νικολαΐδη και επισημαίνει μία σειρά από γραφειοκρατικές και άλλες στρεβλώσεις σε μία πρωτοβουλία που όντως θα μπορούσε να είναι κορυφαίο επενδυτικό εργαλείο.

Πλην όμως, όπως ήδη επισημάναμε, στην χώρα μας ο κυρίαρχος παιδισμός μιας κοινωνίας που αρέσκεται να παρελθοντολογεί παραμένοντας ακίνητη, αποτελεί το πρώτο και σοβαρότερο εμπόδιο στον οποιονδήποτε εκσυγχρονισμό της. Και αυτό είναι σήμερα μείζον πρόβλημα, που κανείς δεν θέλει να αντιμετωπίσει με θάρρος και ορθολογισμό.

Όταν η Ελλάδα έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το μακρινό 1981, η οικονομία της, οι δομές της και οι υποδομές της δεν έμοιαζαν καθόλου με τις οικονομίες, τις δομές και τις υποδομές των εννέα ανεπτυγμένων χωρών που συνιστούσαν την ενωμένη Ευρώπη τότε.

Για να επιταχυνθεί η διαδικασία της σύγκλισης, άρχισαν να αξιοποιούνται κάποια διαρθρωτικά ευρωπαϊκά ταμεία με στόχο να στηριχθεί η ανάπτυξη της περιφέρειας και να εξασφαλίσουν τη συνοχή της ολοένα διευρυνόμενης Ένωσης.

Τα ταμεία αυτά υλοποιούσαν πενταετή και, αργότερα, επταετή προγράμματα χρηματοδότησης, το πιο πρόσφατο εκ των οποίων ήταν το πολυσυζητημένο ΕΣΠΑ. Το ΕΣΠΑ (αρκτικόλεξο του “Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Ανάπτυξης”) της περιόδου 2007-2013, με την εξαίρεση κάποιων έργων-«γεφυρών», έληξε με το τέλος του 2015.

Αντικαταστάθηκε από το επόμενο πρόγραμμα που καλύπτει την προγραμματική περίοδο 2014-2020, και το οποίο ονομάζεται επίσης ΕΣΠΑ -αν και τα αρχικά πλέον σημαίνουν “Εταιρικό Σύμφωνο για το Πλαίσιο Ανάπτυξης”. Βεβαίως ήδη από το 2014, αλλά και μετά και από τις τελευταίες πρωτοβουλίες του προέδρου της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ, η δομή και ο σχεδιασμός της χρηματοδότησης της Ελλάδας έχουν αλλάξει αρκετά.

Το αναπτυξιακό “πακέτο Γιουνκέρ”, ύψους 35 δις (δηλαδή το ΕΣΠΑ μαζί με τα χρήματα της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής) είναι, θα έλεγε κανείς, τα μόνα σίγουρα χρήματα που θα επενδυθούν στη χώρα τα αμέσως επόμενα χρόνια.

Η χρονική συγκυρία αποτελεί μια καλή ευκαιρία να μελετήσουμε τι έγινε με τα χρήματα που έχουν έρθει στην Ελλάδα ως τώρα. Τι ήταν το προηγούμενο ΕΣΠΑ; Ποια ήταν η δομή του, ποια η φιλοσοφία του, και πώς λειτούργησε τελικά; Διατέθηκαν τα περίπου 20 δισεκατομμύρια ευρώ που έφερε στην ελληνική οικονομία με δίκαιο και αποτελεσματικό τρόπο;

Παρ’ όλο που το ΕΣΠΑ είναι ευρύτατα γνωστό ως έννοια, και παρ’ όλο που έχει χρηματοδοτήσει πολλά από τα έργα που οι έλληνες πολίτες χρησιμοποιούν καθημερινά, η λειτουργία του και η φιλοσοφία του σχεδιασμού του είναι ελάχιστα γνωστές και συζητιούνται σπάνια, κυρίως μεταξύ αρμόδιων τεχνοκρατών.

Το ΕΣΠΑ και τα προγενέστερα προγράμματα έχουν φέρει στην οικονομία της Ελλάδας δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ τις τελευταίες δεκαετίες και, παρ’ όλα αυτά, ελάχιστοι είναι σε θέση να αξιολογήσουν το αν έχουν επενδυθεί σωστά, το αν είχαν πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα για την οικονομία της χώρας (και ποιο) και, βεβαίως, το αν και κατά πόσο έχουν σπαταληθεί σε μαύρες τρύπες και λοιπές διαπλεκόμενες σκοπιμότητες.

Από την άποψη αυτή, λοιπόν, η πολυσέλιδη έρευνα του διαΝΕΟσις αξίζει τον κόπο να διαβαστεί και να αρχειοθετηθεί, μήπως και κάποιοι καταλάβουν επιτέλους σε ποια χώρα και σε ποιο πολιτικο-κοινωνικό περιβάλλον ζούμε… Ερήμην της πραγματικότητας… Κατά τα λοιπά, βέβαια, ας όψονται οι «συνωμότες» που επιβουλεύονται τον «πιο έξυπνο λαό του κόσμου».