Η επιστροφή στην δραχμή σήμερα θα ήταν καταστρεπτική και δεν μπορεί να υποστηριχθεί με σοβαρά επιχειρήματα.[1]  Όμως, είναι αρκετά διαδεδομένη η  άποψη ότι η αρχική εγκατάλειψή της και είσοδος της χώρας μας στην Ευροζώνη ήταν λάθος.[2] Η επιχειρηματολογία υπέρ αυτής της άποψης δεν έχει ωστόσο εκτεθεί επαρκώς στην κριτική και στον δημόσιο διάλογο. Αξίζει επομένως να διερευνηθεί κατά πόσον ευσταθούν τα επιχειρήματα που παρουσιάζονται  σε πρόσφατη προσπάθεια  υποστήριξης αυτής της άποψης.

Σε πρόσφατο άρθρο του, ο κ. Τάκης Μίχας (ΤΜ) θέτει το εξής ερώτημα: “Αν η Ελλάδα δεν είχε ενταχθεί το 2000 στην ΟΝΕ, θα αντιμετώπιζε την κρίση που αντιμετωπίζει σήμερα;”.[3]

Η απάντηση που δίνει είναι ότι, όχι δεν θα την αντιμετώπιζε, διότι θα είχε την δυνατότητα να τυπώνει χρήμα. Χάνοντας με την ένταξή της την  δυνατότητα να τυπώνει χρήμα, σε συνδυασμό με τις δομικές αδυναμίες της Ευρωζώνης (ελλείψεις αναγκαίων τραπεζικών και δημοσιονομικών θεσμών), η Ελλάδα έγινε νομοτελειακά στόχος των διεθνών αγορών και οδηγήθηκε ως “πρόβατο επί σφαγή” στην σημερινή κρίση. Επομένως, η ένταξη στην Ευρωζώνη ήταν καταστροφικό λάθος. Για τα δεινά της χώρας ευθύνεται αυτό καθαυτό το ευρώ και όχι το γεγονός ότι οι πολιτικοί δεν διαχειρίστηκαν σωστά την ένταξη.

Η επιχειρηματολογία του ΤΜ δεν ευσταθεί και οι παραπάνω θέσεις είναι τελείως αβάσιμες. Ο ΤΜ έχει δίκιο σε ένα μόνο θέμα: Στο ότι αν η Ελλάδα δεν είχε ενταχθεί το 2000 στην ΟΝΕ, πιθανότατα δεν θα είχε το πρόβλημα του υπερβολικά υψηλού κρατικού δανεισμού που αντιμετωπίζει σήμερα. Ο λόγος όμως δεν είναι η έλλειψη ικανότητας να τυπώσει χρήμα, όπως υποστηρίζει ο ΤΜ. Ο βασικός λόγος είναι ότι  είναι εξαιρετικά απίθανο να μπορούσε σε καθεστώς δραχμής να δανειστεί τα ποσά που δανείστηκε ως μέλος της Ευρωζώνης.

Γιατί χρεοκοπεί μια χώρα;

Το ότι η αδυναμία να τυπώσει μια χώρα χρήμα δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση για χρεοκοπία είναι προφανές όταν αναλογισθεί κανείς ότι δεν είναι η πρώτη φορά που η Ελλάδα χρεοκοπεί και δεν ήταν λόγω αυτής της αδυναμίας που χρεοκόπησε επανειλημμένα στο παρελθόν.[4] Αλλά και στην πρόσφατη κρίση η Ισλανδία, που χρεοκόπησε λίγο πριν την Ελλάδα, δεν έπασχε από τέτοια αδυναμία.  Ούτε η συντριπτική πλειοψηφία από τις δεκάδες χώρες, που έχουν καταφύγει για βοήθεια στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) πάνω από μισό αιώνα τώρα, ώστε να αποφύγουν την άτακτη χρεοκοπία, δεν αντιμετώπιζαν τέτοιο πρόβλημα.

Το πρόβλημα που έχουν όλες οι χώρες που φθάνουν στην χρεοκοπία είναι η αδυναμία  δανεισμού σε ξένο χρήμα. Δεν είναι ότι δεν μπορούν να τυπώσουν δικό τους χρήμα αλλά ότι δεν μπορούν να τυπώσουν το ξένο χρήμα που χρειάζονται. Γιατί το χρειάζονται; Διότι το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών τους είναι ελλειμματικό και, κατά κανόνα, με συστηματική τάση και με ελάχιστες προοπτικές αντιστροφής των ελλειμμάτων στον ορατό ορίζοντα. Σε τέτοιες συνθήκες, ο δανεισμός σε ξένο χρήμα καθίσταται εξαιρετικά ακριβός και συνήθως παντελώς αδύνατος.

Η Ελλάδα, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε, είχε διαρκώς ελλειμματικά ισοζύγια εξωτερικών πληρωμών, που έφθασαν μέχρι το 15% του ΑΕΠ. Αυτά απαιτούν δανεισμό σε νόμισμα αποδεκτό από τους ξένους προμηθευτές. Αν δηλαδή η Ελλάδα δεν ήταν μέλος της Ευρωζώνης αλλά είχε την δραχμή, θα έπρεπε να δανειστεί σε ξένο νόμισμα αποδεκτό στις διεθνείς συναλλαγές. Τέτοιος δανεισμός στο ύψος του 15% του ΑΕΠ θα ήταν τελείως αδύνατος και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η δραχμή θα είχε υποτιμηθεί πολύ νωρίτερα, ώστε να συγκρατηθούν τα ελλείμματα.

Ο ΤΜ υποθέτει, στο θεωρητικό παράδειγμα που παρουσιάζει, ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να δανείζεται και να έχει το χρέος της σε δραχμές. Αυτό όμως δεν είναι δυνατόν, γιατί με καθεστώς δραχμής κάθε έλλειμμα στο ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών απαιτεί δανεισμό σε ξένο νόμισμα. Ένα διαρκές έλλειμμα, που φθάνει μάλιστα το 15% του ΑΕΠ, σημαίνει τεράστιο δανεισμό σε ξένο νόμισμα. Τέτοιος δανεισμός  προϋποθέτει ακλόνητη εμπιστοσύνη των δανειστών στις προοπτικές της χώρας στην οποία δανείζουν. Οι προοπτικές που γενικώς απαιτούνται, δημιουργούνται από επενδύσεις οι οποίες αυξάνουν με ταχείς ρυθμούς το παραγωγικό δυναμικό, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η δυνατότητα μελλοντικής αποπληρωμής. Στην περίπτωση της Ελλάδας, υπήρχαν οι απαραίτητες προοπτικές; Όταν ο δανεισμός είναι για κρατική κατανάλωση αντί για παραγωγικές επενδύσεις και η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μειώνεται, είναι προφανές ότι η εμπιστοσύνη των ξένων δανειστών δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη.  Επομένως, είναι βέβαιο ότι με καθεστώς δραχμής ο εξωτερικός δανεισμός  του κράτους θα ήταν σημαντικά πιό δυσχερής.

Με την δραχμή θα είχαμε αποφύγει την χρεοκοπία;

Εξαρτάται. Η χρεοκοπία επέρχεται όταν δεν μπορεί μια χώρα να εξυπηρετήσει το εξωτερικό χρέος του κράτους. Δεν μπορεί δηλαδή να δανειστεί σε ξένο νόμισμα όσα χρειάζεται για τα τοκοχρεωλύσια του εξωτερικού κρατικού χρέους. Αυτό συμβαίνει όταν οι ξένοι δανειστές χάσουν την εμπιστοσύνη ότι η χώρα θα είναι σε θέση να αποπληρώσει κανονικά το δάνειο. Σ’ αυτή την κατάσταση περιέρχεται κατά κανόνα μιά χώρα πολύ πριν φτάσει στο ύψος κρατικού χρέους που είχε η Ελλάδα το  2010. Σε καθεστώς δραχμής, η αναγκαστική υποτίμηση του εγχώριου νομίσματος θα περιόριζε τον εξωτερικό δανεισμό.

Σε τέτοιες συνθήκες, με δραχμή αντί για ευρώ, θα μπορούσε ο εξωτερικός δανεισμός και το εξωτερικό χρέος να συγκρατηθούν σε χαμηλά επίπεδα με υποτιμήσεις της δραχμής, οι οποίες θα εξισορροπούσαν το ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών. Κάθε υποτίμηση όμως καθιστά την χώρα φτωχότερη, καθώς χειροτερεύει τους όρους με τους οποίους εμπορεύεται διεθνώς και μειώνει τα διαθέσιμα καταναλωτικά και επενδυτικά αγαθά από την διεξαγωγή διεθνούς εμπορίου. Επιπλέον, αυξάνει συνεχώς το βάρος εξυπηρέτησης του υφιστάμενου εξωτερικού χρέους (μιάς και αυξάνει την αποτίμησή του σε εξαγώγιμα εγχώρια προΪόντα, η αξία των οποίων σε ξένο νόμισμα μειώνεται). Επομένως, ακόμη και ένα περιορισμένο εξωτερικό χρέος μπορεί να αποδειχθεί δύσκολο στην εξυπηρέτησή του και να οδηγήσει τελικά σε χρεοκοπία.

Ο καθοριστικός παράγων για το εάν θα είχαμε αποφύγει ή όχι την χρεοκοπία σε καθεστώς δραχμής, είναι οι προοπτικές εξισορρόπησης, ή ακόμα καλύτερα, πλεονάσματος στο ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών. Οι προοπτικές αυτές καθορίζονται από την εξέλιξη της ανταγωνιστικότητας. Επομένως, το εάν θα είχαμε αποφύγει ή όχι την χρεοκοπία εξαρτάται από το πώς θα εξελισσόταν η ουσιαστική ανταγωνιστικότητα.

Εδώ, χρειάζεται να γίνει  διάκριση μεταξύ «ουσιαστικής» και «φαινομενικής» ανταγωνιστικότητας.[5]  Η ανταγωνιστικότητα φαινομενικά βελτιώνεται με κάθε υποτίμηση αλλά αυτό που αποτελεί την ουσία της και πραγματικά μετρά για την υγεία της οικονομίας είναι η εξέλιξή της με σταθερούς όρους εμπορίου και αμετάβλητη νομισματική ισοτιμία. Η «ουσιαστική» ανταγωνιστικότητα γίνεται φανερή σε περιβάλλον σταθερών ισοτιμιών ή, ακόμη σαφέστερα, κοινού νομίσματος, όπως στο εσωτερικό μιας νομισματικής ένωσης. Αντίθετα, η «φαινομενική» ανταγωνιστικότητα είναι αυτή που ισχύει και παρατηρείται άμεσα στον κόσμο των μεταβλητών νομισματικών ισοτιμιών και όρων εμπορίου.

Θα είχαμε ασφαλώς αποφύγει την χρεοκοπία σε καθεστώς δραχμής, εάν η ουσιαστική ανταγωνιστικότητα αυξανόταν με αρκούντως ικανοποιητικούς ρυθμούς. Αλλά υπάρχει τέτοια διασφάλιση; Οι πιέσεις από το πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον κάνουν το αντίθετο να μοιάζει πιο πιθανό. Δεν υπάρχουν ενδείξεις  ότι η συμπεριφορά του πολιτικού κόσμου και η έντονη τάση των κομμάτων για παροχές προς άγραν ψήφων θα ήταν διαφορετική.  Η δυνατότητα υποτίμησης θα παρέμενε η εύκολη λύση για μια πολιτική τάξη δίχως μακροχρόνιο ορίζοντα και εθισμένη στον άνευ ορίων κομματικό πόλεμο για την κατάκτηση και νομή της εξουσίας.

Το συμπέρασμα επομένως είναι ότι, με καθεστώς δραχμής, η χαμηλή ουσιαστική ανταγωνιστικότητα θα αντιμετωπιζόταν με διαδοχικές υποτιμήσεις για την βελτίωση της φαινομενικής ανταγωνιστικότητας και εξισορρόπηση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Οι διαδοχικές υποτιμήσεις όμως έχουν άμεσο κόστος και θα συνεπάγονταν την συνεχή φτωχοποίηση της χώρας. Συγχρόνως, στο βαθμό που θα υπήρχε ανάγκη δανεισμού σε ξένο νόμισμα (για εξυπηρέτηση προϋπάρχοντος χρέους ή για αγορά απολύτως απαραίτητων ξένων προϊόντων), ο κίνδυνος χρεοκοπίας θα ήταν πάντα υπαρκτός.

Το παραπάνω συμπέρασμα ομολογουμένως βασίζεται σε μια βασική παραδοχή. Η βασική αυτή παραδοχή είναι ότι η πολιτική ζωή της χώρας δεν θα ήταν ουσιαστικά διαφορετική από αυτήν που γνωρίσαμε μέχρι σήμερα. Πώς δικαιολογείται αυτή η παραδοχή; Δεν υπάρχει λόγος να πιστεύει κανείς ότι με το παρόν Σύνταγμα οι κομματικές συμπεριφορές απέναντι στις πελατειακές, συντεχνιακές, συνδικαλιστκές και τοπικιστικές διεκδικήσεις θα ήταν διαφορετικές. Η κομματικοποίηση της κοινωνίας και του κράτους, καθώς και η ψηφοθηρία μέσω πελατειακών σχέσεων, έχουν βαθειές ρίζες και θα ήταν τουλάχιστον αφελές να θεωρηθεί ότι αφ’ εαυτής η παραμονή στην δραχμή θα βελτίωνε αυτή την παθογένεια. (Αντίθετα, η σημερινή κρίση εντός της Ευρωζώνης, που περιορίζει δραστικά την οικονομική ευχέρεια του Δημοσίου και την χρηματοδότηση των κομμάτων, μειώνει αισθητά την δύναμη της κομματοκρατίας και δίνει κάποια ελπίδα θετικής αλλαγής).

Συνοψίζοντας, καταλήξαμε στο ότι αν η Ελλάδα δεν είχε ενταχθεί το 2000 στην ΟΝΕ, θα είχε μεν μικρότερο εξωτερικό δανεισμό αλλά δεν θα είχε με βεβαιότητα αποφύγει την χρεοκοπία. Αντιθέτως, είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα  είχαμε την αύξηση του βιοτικού μας επιπέδου που ζήσαμε την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Δεν θα είχαμε επίσης και την μεγάλη ευκαιρία που μας έδωσε το ευρώ για εκσυγχρονισμό.

Ποιά ήταν η επίδραση του ευρώ;

Η ένταξη στην ΟΝΕ μας πρόσφερε μια πρόκληση να πετύχουμε τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας με ιδιαίτερα ταχείς ρυθμούς. Η ΟΝΕ μας διέθεσε φτηνά και άπλετα κεφάλαια που μας δίναν την δυνατότητα να βελτιώσουμε γρήγορα το παραγωγικό μας δυναμικό και να δημιουργήσουμε μια ισχυρή οικονομία. Δυστυχώς, δεν σταθήκαμε στο ύψος της πρόκλησης που αναλάβαμε, γιατί η πολιτική τάξη αγνόησε το σημαντικό κόστος το οποίο συνεπαγόταν η αβελτηρία απέναντι στην πρόκληση και η απώλεια της ευκαιρίας που μας δόθηκε.

Το κόστος ήταν η χειροτέρευση της ανταγωνιστικότητας, η οποία ήταν αναπόφευκτη στην περίπτωση που η ένταξη δεν συνοδευόταν από σημαντική αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Η έντονη επενδυτική και μεταρρυθμιστική δραστηριοποίηση ήταν απόλυτα αναγκαία όχι μόνο για να μην χαθεί η ευκαιρία που μας πρόσφερε η ένταξη αλλά και για να αντισταθμίσει  την βεβαία χειροτέρευση που συνόδευε την ένταξη. Γιατί πρέπει να αναγνωρισθεί ότι η ένταξη στην ΟΝΕ σήμαινε αναπόφευκτα μείωση της ανταγωνιστικότητας.[6]

Ο λόγος πού η ένταξη στην ΟΝΕ χωρίς αντισταθμιστική προσπάθεια δεν μπορούσε παρά να μειώσει  την ανταγωνιστικότητα είναι ότι οι όροι εξωτερικού εμπορίου της Ευρωζώνης μειώνουν τις εξαγωγικές δυνατότητες της Ελληνικής οικονομίας. Γενικά,  η διεθνής ισοτιμία του κοινού νομίσματος μιας  νομισματικής ένωσης αντικαθρεφτίζει τον σταθμισμένο μέσο όρο της ουσιαστικής ανταγωνιστικότητας των μελών της ένωσης. Επομένως, η ισοτιμία του κοινού νομίσματος είναι υπερβολικά υψηλή για μια χώρα-μέλος με ανταγωνιστικότητα χαμηλότερη του μέσου όρου, με αποτέλεσμα  να μειώνει ακόμη περισσότερο την ανταγωνιστικότητά της. Με άλλα λόγια, για μια χώρα όπως η  Ελλάδα, που χαρακτηρίζεται από χαμηλή ανταγωνιστικότητα συγκριτικά  με τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης, το ευρώ μειώνει περαιτέρω την ανταγωνιστικότητά της.

Το πρόβλημα της αρνητικής μόχλευσης της ανταγωνιστικότητας από το κοινό νόμισμα της Ευρωζώνης, θα μπορούσε να αμβλυνθεί και να δοθεί χρόνος για τις αναγκαίες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις εάν η ισοτιμία  ευρώ/δραχμής κατά την αρχική ένταξη ήταν αρκετά χαμηλή. Αυτό ήταν απολύτως εφικτό μέσω του κατάλληλου μεγέθους μιας έγκαιρης υποτίμησης. Δυστυχώς, η υποτίμηση που έγινε δεν ήταν επαρκής και η ισοτιμία που επιλέχθηκε για την ένταξη ήταν πολύ υψηλότερη αυτής που συνιστούσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.[7]

Η ισοτιμία με την οποία έγινε η ένταξη στην ΟΝΕ απαιτούσε ακόμη πιο εντατική και επίπονη προσπάθεια απ’  αυτή που ούτως ή άλλως ήταν απαραίτητη. Για να χρησιμοποιήσουμε μια αναλογία από την ζωή, η Ελλάδα κατά την ένταξη ήταν σαν ένας μέτριος μαθητής που πέτυχε ως επιλαχών να γίνει δεκτός σε ένα φημισμένο πανεπιστήμιο, η αποφοίτηση από το οποίο θα του εξασφάλιζε ένα λαμπρό μέλλον.[8] Το πρόβλημα όμως είναι ότι τα μαθήματα, που απαιτούν επιμέλεια και σκληρή δουλειά, λογικά απευθύνονται στον μέσο όρο των γνώσεων και ικανοτήτων του φοιτητικού σώματος και είναι επομένως ιδιαίτερα απαιτητικά για τον επιλαχόντα φοιτητή, που χρειάζεται να καταβάλει πολύ μεγαλύτερη προσπάθεια ώστε να αποφοιτήσει επιτυχώς.

Αντί της επίπονης μεταρρυθμιστικής και επενδυτικής προσπάθειας που απαιτούσε η ένταξη, η πολιτική τάξη επιδόθηκε σε πελατειακές πρακτικές αναβάλλοντας τις αναγκαίες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις επ’ αόριστον και χρησιμοποιώντας τον φθηνό δανεισμό για κρατικές καταναλωτικές δαπάνες αντί για παραγωγικές επενδύσεις. Ο άκρατος κομματικός ανταγωνισμός προς άγραν ψήφων (στον οποίο χωρίς εξαίρεση πλειοδοτούσε σε ανεδαφικές εξαγγελίες και υποσχέσεις σύσσωμη η κατά περίπτωση αντιπολίτευση), οδήγησε στην κατάρρευση της ανταγωνιστικότητας και στον υπέρμετρο δανεισμό του δημοσίου.

Με δεδομένη την συμπεριφορά της πολιτικής τάξης και την αποδεδειγμένη απροθυμία ανάληψης πολιτικού κόστους, η σημερινή κρίση ήταν αναπόφευκτη. Επισπεύσθηκε από την συγκυρία της διεθνούς νομισματικής κρίσης, της διενέργειας πρόωρων εκλογών και της ξαφνικής συνειδητοποίησης των διεθνών αγορών ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο και ήταν πολύ μεγαλύτερο από ότι παραπλανητικά δήλωνε η Ελληνική κυβέρνηση. Παρότι τα Ελληνικά στατιστικά στοιχεία δεν θεωρούνταν ποτέ αξιόπιστα, ήταν η πρώτη φορά που το μέγεθος της παραπλάνησης (λόγω του άκρατου κομματικού ανταγωνισμού και ενόψει εκλογικής αναμέτρησης) έφθασε σε τέτοια επίπεδα. Το δημοσιονομικό έλλειμμα ήταν πρωτοφανές και τουλάχιστον διπλάσιο από αυτό που παρουσιαζόταν μέχρι την ημέρα των εκλογών, στις 4 Οκτωβρίου 2009.[9]

Είναι προφανές ότι η δυσλειτουργία του Ελληνικού πολιτικού συστήματος, που ήταν η άμεση αιτία της κρίσης, δεν σχετίζεται ούτε κατ’ ελάχιστο με το ευρώ. Μήπως όμως η κρίση θα μπορούσε να αποφευχθεί εάν η Ευρωζώνη λειτουργούσε καλύτερα;

Φταίει το ατελές οικοδόμημα της Ευρωζώνης για την Ελληνική κρίση;

Αποτελεί σχεδόν κοινό τόπο στην Ελλάδα ότι η αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης είναι ελαττωματική. Πράγματι, η νομισματική ένωση δεν είχε συμπληρωθεί με τους τραπεζικούς και δημοσιονομικούς θεσμούς που θα την καθιστούσαν πιο ανθεκτική απέναντι σε χρηματοοικονομικές κρίσεις. Έλειπε παντελώς η ύπαρξη τραπεζικής ένωσης και η δυνατότητα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να επεμβαίνει ως δανειστής τελευταίας ευκαιρίας (lender of last resort), καθώς και ένας ομοσπονδιακός θεσμός της Ευρωζώνης με αρμοδιότητες ανάλογες ενός υπουργείου οικονομικών. Ο λόγος πού δεν υπήρχαν ήταν η απροθυμία των κρατών-μελών να απεμπολήσουν εθνικές εξουσίες και αρμοδιότητες και η άρνησή τους να αναγνωρίσουν την ανάγκη για την δημιουργία αρμόδιων υπερ-εθνικών οργάνων και θεσμών. Με άλλα λόγια, το κοινό νόμισμα ήταν ένα σημαντικό βήμα προς την ενοποίηση της Ευρώπης αλλά έλειπε η πολιτική βούληση για την πλήρη  ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και δημιουργία ομοσπονδιακού κράτους.

Εάν η αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης δεν ήταν ελαττωματική και η τραπεζική ένωση είχε πραγματοποιηθεί, η Ιρλανδία, η Κύπρος και πιθανότατα η Πορτογαλία θα είχαν αποφύγει την κρίση και τα μνημόνια. Στην περίπτωσή τους, η κρίση προήλθε από τον τραπεζικό τομέα και θα μπορούσε να αποφευχθεί. Στην περίπτωση της Ελλάδας όμως, η κρίση προήλθε από την παραβατική συμπεριφορά και χρεοκοπία του Δημοσίου. Το Ελληνικό Δημόσιο παρέβη βασικούς κανόνες της Ευρωζώνης, που ασφαλώς θα υπήρχαν και θα εφαρμόζονταν πιθανώς και πιο αυστηρά σ’ ένα ομοσπονδιακό Ευρωπαϊκό κράτος. Όχι μόνο είχε επανειλημμένα υψηλότερα ελλείμματα από ότι επιτρεπόταν από τους κανόνες της Ευρωζώνης αλλά επιπρόσθετα παραπλανούσε τους εταίρους του σχετικά με την κατάσταση των προϋπολογισμών του.[10] Η κωλυσιεργία ως προς την συμμόρφωσή του στους κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας και ο ασφυκτικός έλεγχος των στατιστικών στοιχείων από την κυβέρνηση ήταν το μέσο και χρησίμευαν για την παροχή συστηματικά παραπλανητικών στοιχείων.[11]

Επομένως, η Ελλάδα δεν νομιμοποιείται να επικαλείται την ελαττωματική αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης ως δικαιολογία για την κρίση της. Η Ιρλανδία ενδεχομένως θα μπορούσε αλλά ασφαλώς όχι η Ελλάδα. Δεν φταίει το ατελές οικοδόμημα της Ευρωζώνης για την Ελληνική κρίση.

Ποιό είναι το συμπέρασμα;

Η ένταξη στην Ευρωζώνη πρόσφερε στην Ελλάδα μια μοναδική ευκαιρία γρήγορου οικονομικού και κοινωνικού εκσυγχρονισμού. Έθεσε στη διάθεση της οικονομίας, τόσο του δημοσίου όσο και του ιδιωτικού τομέα, άπλετα και φθηνά κεφάλαια, με τα οποία θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσω των κατάλληλων επενδύσεων εκσυγχρονισμός των δημόσιων υποδομών και των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Συγχρόνως, αύξησε την πίεση για την αναμόρφωση και καλύτερη λειτουργία της κρατικής μηχανής και, μέσω των επενδύσεων και της επακόλουθης οικονομικής ανάπτυξης, διευκόλυνε τις από χρόνια αναγκαίες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Αύξησε επίσης το κόστος της αποτυχίας στην σωστή εκμετάλλευση της προσφερόμενης ευκαιρίας, πιέζοντας αρνητικά την ανταγωνιστικότητα. Κατέστησε έτσι επιτακτική την ανάγκη για αποφυγή της αβελτηρίας και απώλειας της ευκαιρίας.

Δυστυχώς, το προβληματικό πολιτικό σύστημα με την κομματοκρατία και το πελατειακό πλέγμα που το συντηρεί, καθώς και η τραγική ανευθυνότητα της πολιτικής ηγεσίας, που επικεντρώνεται αποκλειστικά στο κομματικό συμφέρον αγνοώντας το καλό του τόπου, οδήγησαν την χώρα στην απώλεια της ευκαιρίας και στην σημερινή κρίση. Το Ελληνικό πολιτικό σύστημα ευθύνεται για την κρίση και όχι το ευρώ.

Θάνος Σκούρας *

*Ευχαριστώ τους Νίκο Γκαργκάνα, Μιράντα Ξαφά και Γιάννη Σπράο για χρήσιμα σχόλια. Είμαι βέβαια αποκλειστικά υπεύθυνος για οποιαδήποτε λάθη ή παραλείψεις παραμένουν στο κείμενο.

[1] Παρά το ότι το ένα τρίτο των ερωτηθέντων στην πρόσφατη έρευνα της ΔιαΝΕΟσις με θέμα “Τι πιστεύουν οι Έλληνες” τάσσονται υπέρ της αποχώρησης από την Ευρωζώνη, η καταστροφή που ένα τέτοιο ενδεχόμενο συνεπάγεται είναι αδιαμφισβήτητη. Βλ. την σύμφωνη γνώμη 14 διαπρεπών Ελλήνων καθηγητών οικονομικής επιστήμης σε εξαιρετικά  πανεπιστήμια του εξωτερικού, που δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή, 19 Φεβρουαρίου 2017 και στα αγγλικά στην eKathimerini, 20 February 2017. Βλ. επίσης την έκθεση του ΣΕΒ “Η έξοδος από το ευρώ: Αναποτελεσματική, ανεπιθύμητη, ανέφικτη” Οικονομία και Επιχειρήσεις, 9 Φεβρουαρίου, 2017. http://www.thetoc.gr/images/articles/4/article_130729/Weekly_09_02_2017.pdf

http://greekeconomistsforreform.com/wp-content/uploads/Statement-on-Grexit-2017-English-Final.pdf

 

[2] Βλ. για όλα τα σχετικά επιχειρήματα, το συνολικά αξιόλογο βιβλίο του Δημήτρη Ιωάννου Ανατέμνοντας την κρίση, Εκδόσεις Παπαζήση, 2015.

[3] Βλ. Τάκης Μίχας “Ποιές πληγές άνοιξε η ένταξή μας στην ευρωζώνη” euro2day, 28 Φεβρουαρίου 2017. http://www.euro2day.gr/specials/opinions/article/1519695/poies-plhges-anoixe-h-entaxh-mas-sthn-eyrozonh.html

[4] Βλ. Γιώργος Δερτιλής Επτά πόλεμοι, τέσσερις εμφύλιοι, επτά πτωχεύσεις  1821-2016, εκδόσεις Πόλις, 2016, καθώς και το εγκυκλοπαιδικής ευρύτητας βιβλίο των  C.M.Reinhart and K.S.Rogoff This time is different: Eight centuries of financial folly, Princeton University Press, 2009.

[5] Για την διάκριση μεταξύ “ουσιαστικής” και “φαινομενικής” ανταγωνιστικότητας, βλ. Τhanos Skouras “Competitiveness and its leverage in a currency union or how Germany gains from the euro” Real-

World Economic Review, issue 77, Dec. 2016.   https://drive.google.com/file/d/0B6Z3iaYNc-YSFlRckp5Q2wyQzg/view?usp=drivesdk

Εναλλακτικά, βλ. Θάνος Σκούρας “Η αλήθεια για την ανταγωνιστικότητα” Manager, τ.39, Ιούλιος 2016 http://www.eede.gr/uploads/files/MANAGER_T39.pdf

[6] Για εκτενέστερη εξήγηση της επίδρασης που έχει μια νομισματική ένωση στην ανταγωνιστικότητα των χωρών-μελών, δες Θάνος Σκούρας “Η αλήθεια για την ανταγωνιστικότητα” Manager, τ.39, Ιούλιος 2016   http://www.eede.gr/uploads/files/MANAGER_T39.pdf.

[7] Οι Γερμανοί τεχνοκράτες εκτιμούσαν ότι χρειαζόταν μια υποτίμηση της δραχμής κατά τουλάχιστον 20%, αντί 10% που έγινε τελικά. Ο τότε αρμόδιος υπουργός Γιάννος Παπαντωνίου, παραθέτει το ιστορικό της υποτίμησης στο βιβλίο του Στάσεις και αποστάσεις, Εκδόσεις Παπαζήση, 2014 (σελ.121-125).

[8] Δεν πρόκειται βέβαια για Ελληνικό πανεπιστήμιο, όπου δεν υπάρχει περίπτωση  αποβολής φοιτητή για ανεπαρκή επίδοση στις σπουδές και οι αμέτρητες εξεταστικές περίοδοι, η ατιμωρησία της αντιγραφής σε εξετάσεις και οι συνδικαλιστοκομματικές διευκολύνσεις εξασφαλίζουν αργά ή γρήγορα την σίγουρη αποφοίτηση.

[9] Τελικά, τα αναθεωρημένα στοιχεία που αποδέχεται σήμερα η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία δείχνουν ότι εκείνη την χρονιά το έλλειμμα ξεπέρασε το 15% του ΑΕΠ ενώ και το προηγούμενο έτος ξεπερνούσε το 10%, όντας περίπου διπλάσιο από αυτό που παρουσίαζε η τότε  κυβέρνηση (στοιχεία AMECO).

[10] Είναι ατυχές για την εξέλιξη της Ευρωζώνης το ότι η Ελληνική κρίση προηγήθηκε των άλλων χωρών διότι, όντας κατάφωρη παραβίαση των κανόνων της ΟΝΕ, δημιουργήθηκε η λανθασμένη εντύπωση ότι δεν χρειάζεται σημαντική μεταρρύθμιση αλλά απλώς αυστηρότερη αστυνόμευση και εφαρμογή των κανόνων και, έτσι, καθυστέρησε την αναγνώριση της ανάγκης για τραπεζική ένωση

[11] Είναι ενδεικτικό της νοοτροπίας που πρυτάνευε (και δεν έχει πλήρως ξεπεραστεί), το ότι ο Ανδρέας Γεωργίου, ο οποίος  επέτυχε την εξυγίανση και εξευρωπαϊσμό  της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας αναλαμβάνοντας ως πρόεδρος το 2010 μετά το πρώτο μνημόνιο, σύρεται στα δικαστήρια για πάνω από 5 χρόνια με ένα φάσμα κατηγοριών που εκτείνεται από την παράβαση καθήκοντος μέχρι την εθνική προδοσία. Βλ. συνέντευξη Γεωργίου στο Βασίλη Χιώτη, Πρώτο Θέμα, 17 Αυγούστου 2017.

Πηγή : protothema.gr