Του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΘΩΜΟΠΟΥΛΟΥ*

Το μικρό μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων αποτελεί συγκριτικό μειονέκτημα για την πώληση «κόκκινων δανείων» και κάνει απαραίτητες τις βαθειές μεταρρυθμίσεις για την εξυγίανσή τους…

Τ​​α επιχειρηματικά «κόκκινα» δάνεια (60 δισεκατομμύρια ευρώ, 36% του ΑΕΠ) υπογραμμίζουν τον κίνδυνο να κλείσουν περισσότερες επιχειρήσεις, βυθίζοντας την οικονομία σε υστέρηση (εκτεταμένη καταστροφή του παραγωγικού ιστού) και απομακρύνοντας πολύ την ανάπτυξη. Αν και έχουν πολύ μειωθεί τα λειτουργικά έξοδα και οι επενδυτικές δαπάνες, πολλές εταιρίες σε παραγωγικούς κλάδους εμπορεύσιμων προϊόντων παραμένουν ζημιογόνες. Παρ’ όλη την διόρθωση της εξωφρενικής απώλειας της διεθνούς ανταγωνιστικότητας (33% με βάση το κόστος εργασίας 2000-2009, μέση αύξηση 5,6% –στην ευρωζώνη 2,1%), οι εξαγωγές αγαθών (εκτός πετρελαιοειδών) μόλις τελευταία ανέκαμψαν μετά το 2008 (ανεπαρκής εξωστρεφής παραγωγική βάση να στηρίξει την ανάπτυξη).

Οι επιχειρήσεις, παρά τις αναδιαρθρώσεις, έμεναν ένα βήμα πίσω, καθώς λόγω της συνεχούς ύφεσης δεν κατόρθωναν έγκαιρα να προσαρμοστούν στην εκάστοτε χαμηλότερη ζήτηση για να εξισορροπήσουν έσοδα/έξοδα. Το 2014, η ανάκαμψη περιόρισε στο μισό την δημιουργία νέων «κόκκινων» δανείων και, εάν συνεχιζόταν, θα μειωνόταν και το απόθεμα, τα παλαιότερα «κόκκινα» δάνεια. Πολλές επιχειρήσεις με «κόκκινα» δάνεια έχουν σχεδόν εξισορροπήσει, ώστε και με μικρή αύξηση του ΑΕΠ θα εξυπηρετήσουν άμεσα τα χρέη τους και άλλες με ρυθμίσεις θα επανέλθουν λίγο αργότερα σε κερδοφορία.

Σε βαθιά ύφεση η διαχωριστική γραμμή των «κόκκινων» δανείων μεταξύ βιώσιμων και μη βιώσιμων επιχειρήσεων δεν είναι πάντα ευδιάκριτη, ούτε και ο διαχωρισμός μεταξύ στρατηγικών κακοπληρωτών και αυτών με πραγματική στενότητα ρευστότητας. Οι τράπεζες, μπροστά στον κίνδυνο να κλείσουν βιώσιμες επιχειρήσεις, επιδεινώνοντας την ύφεση, μερικές φορές παρέτειναν την ζωή και εκ των υστέρων μη βιώσιμων επιχειρήσεων. Επίσης, νόμοι, πολιτικές και κοινωνικές πιέσεις τις εμπόδιζαν με δραστικά μέτρα να εξυγιάνουν τις βιώσιμες επιχειρήσεις πριν απαξιωθεί ο μηχανολογικός εξοπλισμός και γίνουν μη βιώσιμες επιχειρήσεις. Σήμερα, το υψηλό ποσοστό (50%) των «κόκκινων» δανείων (περίπου 15% στην περιφέρεια της ΕΕ –Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ιταλία και Κροατία το 2014 και 5% στα υπόλοιπα κράτη) συμβάλλει στην στενότητα τραπεζικής ρευστότητας.

Η πώληση «κόκκινων» δανείων (ή η εκχώρηση για διαχείριση) των τραπεζών των περιφερειακών κρατών σε εξειδικευμένες επενδυτικές εταιρείες επέτρεψε την εξυγίανση του ενεργητικού τους και αύξησε τον δανεισμό τους. Η Ελλάδα έχει συγκριτικά πολλά μειονεκτήματα, και επομένως το ενδιαφέρον των εξειδικευμένων ξένων εταιρειών για επιχειρήσεις με «κόκκινα» δάνεια (εκτός από ξενοδοχεία, λίγες βιομηχανίες και εμπορικά ακίνητα) είναι περιορισμένο:

1.Το μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων είναι μικρότερο και δεν έχουν μεγάλες οικονομίες κλίμακος.

  1. Η δαιδαλώδης νομοθεσία και η γραφειοκρατία αυξάνουν σημαντικά το κόστος εξυγίανσης των επιχειρήσεων.
  2. Σε αντίθεση με την ανάκαμψη των ανωτέρω κρατών, η ύφεση και η αργοπορία αξιολόγησης από τους θεσμούς αυξάνουν την αβεβαιότητα και κίνδυνοι προστίθενται στην χειροτέρευση του διεθνούς κλίματος.

Προφανώς, εξειδικευμένες εταιρείες θα προσφέρουν χαμηλό τίμημα, με τις τράπεζες να διστάζουν να προχωρήσουν σε μαζικές πωλήσεις «κόκκινων» δανείων ή πλειστηριασμούς, διότι θα καταγράψουν ζημίες και μείωση της κεφαλαιακής επάρκειας, ιδιαίτερα εάν το επακόλουθο είναι περαιτέρω μείωση της αξίας των ακινήτων (το 2015 σχεδόν τα 2/5 της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών οφείλεται στην μείωση αυτή).

Οι τράπεζες θα κάνουν επιλεκτικές πωλήσεις «κόκκινων» δανείων και συμπληρωματικά, με την βοήθεια εταιρειών συμβούλων, θα αναδιαρθρώσουν τις υπόλοιπες βιώσιμες επιχειρήσεις. Οι τράπεζες απέκτησαν μεγάλη εμπειρία στα 6 χρόνια της κρίσης (στην αρχή ήσαν απροετοίμαστες για τον 10πλασιασμό των «κόκκινων» δανείων). Σήμερα οι τράπεζες με μεγαλύτερο αριθμό από εξειδικευμένα στελέχη έχουν να συνδράμουν στην αναδιάρθρωση επιχειρήσεων. Γνωρίζουν ότι ένα ξεκαθάρισμα των «κόκκινων» δανείων θα επαναφέρει τον ενάρετο κύκλο: ισχυρές τράπεζες = βελτίωση της εμπιστοσύνης = επαναφορά των καταθέσεων = νέα δάνεια σε παραγωγικούς κλάδους = ταχύτερη ανάπτυξη –ο μονόδρομος για επιστροφή των «κόκκινων» δανείων σε λογικά επίπεδα.

Προϋπόθεση για την εξυγίανση των επιχειρήσεων είναι οι μεταρρυθμίσεις:
1. Η βελτίωση του νομικού πλαισίου και η επίσπευση χρονοβόρων δικών (διαρκούν 3-4 φορές περισσότερο από τον μέσο όρο της ευρωζώνης).

  1. Άρση των ανεπίτρεπτων γραφειοκρατικών εμποδίων στην επιχειρηματικότητα (με γρήγορες και λίγες εγκρίσεις για κλείσιμο, άνοιγμα, συγχωνεύσεις βιώσιμων επιχειρήσεων, κλπ.).
  2. Σταθερό και ανταγωνιστικό φορολογικό πλαίσιο, με την εφορία να επιδιώκει την εφαρμογή των φορολογικών νόμων και όχι μεγαλύτερα έσοδα πάση θυσία, με τις στρεβλώσεις στην παραγωγή και ενθάρρυνση για φοροδιαφυγή που συνεπάγεται.

Οι μεταρρυθμίσεις έχουν καθυστερήσει, εξουδετερώνοντας σε μεγάλο βαθμό τα οφέλη από τις πιο ευέλικτες εργασιακές σχέσεις και την μεγάλη μείωση μισθών. Έτσι η Ελλάδα είναι πολύ χαμηλά στην διεθνή κλίμακα ανταγωνιστικότητας και προσέλκυσης ξένων επενδυτών. Η πολιτική ηγεσία έχει επικεντρωθεί στην εξάλειψη των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, που είναι αναγκαία και για την ανάκτηση της διεθνούς αξιοπιστίας, αλλά χωρίς μεταρρυθμίσεις, που θα προωθήσουν την επιχειρηματικότητα και θα φέρουν ξένους επενδυτές, η ανάπτυξη θα είναι αδύναμη, καθηλώνοντας μισθούς, συντάξεις και ανεργία σε ανεπίτρεπτα επίπεδα με τα Κ.Δ. να επανεμφανίζονται περιοδικά.

 

*Πρώην senior economist του ΟΟΣΑ, πρώην υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, πρώην εκτελεστικός αντιπρόεδρος του ΤΧΣ, πρώην πρόεδρος του ΔΣ της Eurobank